- προεκλυω
- προεκλύωπρο-εκλύωпреждевременно изматывать, рано утомлять
(τὰ σώματα τῶν πολεμίων Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰ σώματα τῶν πολεμίων Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προεκλύω — Α 1. χαλαρώνω προηγουμένως κάτι («προεκλύειν τον στόμαχον», Αθήν.) 2. εξασθενώ, αδυνατίζω κάτι προηγουμένως («προεκλύειν τὸ ἐνστατικόν» να εξασθενεί προηγουμένως την αντίσταση, Αλέξ. Αφροδ.) 3. ελαττώνω, περιορίζω προηγουμένως τη δύναμη… … Dictionary of Greek